Πως αποτυπώνεις μια κραυγή σε ένα χαρτί; Με μια τεράστια μουτζούρα; Με μια ακολουθία από “ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ…”;
Πάντα είχα αυτή την απορία. Στον καμβά είναι πιο εύκολο.. αλλά στο χαρτί; Μάλλον πρέπει κανείς να ζωγραφίζει με τις λέξεις του.
Ήταν μαρμάρινη. Είχε πάρει το χρώμα της ώχρας πλέον. Βλέπεις έχουν περάσει και πόσα χρόνια από τότε που την έφτιαξε. Αρχικά είχε ένα γλυκό, ίσως λίγο θολό λευκό χρώμα, με μαύρες λεπτομέρειες. Κατά καιρούς μικρές και μεγάλες βαθυκόκκινες πιτσιλιές χρωμάτιζαν το γυαλιστερό πέτρωμα…
-Πάλι έπεσες; Πρόσεχε πως ανεβαίνεις!
-Προσέχω αλλά γλιστράει.. Πότε θα βάλουμε το χαλί που μου είπες; Έτσι δεν θα γλιστράει. Αλλά και να πέσω το χαλί θα απορροφήσει τους κραδασμούς.
-Τον άλλο μήνα.
(Όλο αυτό μου λες..)
Την αποτελούσαν 14 φαρδιά σκαλοπάτια. Ήταν ίδια αλλά το καθένα σαν να ξεχώριζε. Στον πλαϊνό τοίχο παλιές γκραβούρες κάποιου, άγνωστου σε μένα, σκιτσογράφου, διακοσμούσαν όλη τη διαδρομή για τον επάνω όροφο. Μου φαινόταν τεράστια και ας την έκανα τουλάχιστον 7 φορές τη μέρα. Μόλις ανέβαινες έβλεπες ένα παλιό σαρακοφαγωμένο μπαούλο. Είχε κάποιες ξεβαμμένες ζωγραφιές που έμοιαζαν με τις δικές μου και αυτό με χαροποιούσε. Μπρούτζινα καρφιά σχημάτιζαν δυο ομόκεντρους κύκλους. Και ακόμα δυο διπλές σειρές στα πλάγια που πάντα μου θύμιζαν τη ζώνη με τις σφαίρες που φόραγε ο Ράμπο. Τον είχα δει πιτσιρικάς στα κρυφά γιατί δεν με άφηναν.
“Πρέπει να πλάσεις τον χαρακτήρα σου με όμορφες εικόνες. Είσαι μικρός ακόμα για να γνωρίσεις τη βία που υπάρχει εκεί έξω.”
…έτσι μου έλεγε! Δίπλα ήταν το μπάνιο. Το εσωτερικό μπάνιο του σπιτιού. Υπήρχε και άλλο ένα έξω αλλά πλέον είχε γίνει αποθήκη. Κυριαρχούσε το πράσινο εκεί μέσα. Ένα παλιό πλυντήριο, μια πράσινη μπανιέρα με ένα επιπρόσθετο πλαστικό κάθισμα να την αγκαλιάζει με τα σιδερένια σκουριασμένα του χέρια. Πάνω σε αυτό το κάθισμα πέρασα για πρώτη φορά από αγόρι σε έφηβο…
Ο νιπτήρας ήταν και αυτός πράσινος. Στο κέντρο είχε μια μικρή ρωγμή που την είχα κάνει σπάζοντας τη Μυρτώ. Ήθελα να κοιτάξω μέσα στο τζάμι που βρισκόταν από πάνω αλλά δεν έφτανα. Φανταζόμουν πως θα δω ένα γέρο εκεί μέσα που σου λέει το μέλλον. Κρίμα που δεν τον πρόλαβα.
-Να φορέσεις το χοντρό πουλόβερ. Είπαν στο ράδιο πως θα έχει χιονιά απόψε.
-Δεν θέλω. Είναι μάλλινο και με τσιμπάει.
-Τότε κάτσε να κρυώσεις. Εγώ δεν θα σε φροντίσω αν συμβεί.
Πότε με φρόντισες; Πάντα φρόντιζα μόνος μου τον εαυτό μου. Μόνος μου. Μόνος μου. Μόνος μου… μόνος.
Μου άρεσε να ξαπλώνω στο πάτωμα το καλοκαίρι. Κατέβαινα στο σαλόνι. Ήταν μικρό, αλλά στα δικά μου μάτια έμοιαζε τεράστιο. Ξάπλωνα μπροστά στην είσοδο, για να με δροσίζει το καλοκαιρινό αεράκι που έμπαινε σαν κλέφτης από τις χαραμάδες.
Έκανα τον στρατιώτη. Είχα το όπλο μου και δεν φοβόμουν κανέναν… σχεδόν.
-Όποιος θέλει να τα βάλει μαζί μου ας κοπιάσει.
“Γιατί δεν απαντάς; Θέλω να σε ακούσω επιτέλους..”
Μπορείς να σκοτώσεις κάποιον που δεν βλέπεις; Μπορείς να σκοτώσεις τα δαιμόνια στο κεφάλι σου; Το μικρό αυτό κώνωπα που μέρα με τι μέρα ρουφάει το αίμα σου, μέχρι να σε αφήσει να σαπίσεις στις σκέψεις σου και στα αναπάντητα ερωτήματα. Γιατί, πως, πότε, που…
Το βράδυ κατέβαινα τη σκάλα κρατώντας το όπλο μου. Άνοιγα τη βρύση για να σβήσω τη δίψα μου αλλά δεν έσβηνε. Φούντωνε περισσότερο. Έπρεπε να το είχα καταλάβει. Έσβηνα το φως για να ανέβω πάλι επάνω. Τότε ερχόταν εκείνος. Φοβόμουν πως θα μου πιάσει τα πόδια και θα με τραβήξει στο σκοτάδι. Το όπλο μου έλιωσε και κόλλησε στο δέρμα μου. Προσπάθησα να σκαρφαλώσω αλλά δεν μπορούσα. Πρόλαβε και έδεσε το πόδι μου με αλυσίδα που με άφηνε να φτάσω μέχρι το 14ο σκαλοπάτι, έτσι για να με σπάσει περισσότερο. Έβαλα τα κλάματα αλλά δεν με ξύπνησαν. Κοπάναγα το κεφάλι μου στον πλαϊνό τοίχο και φώναζα.. αλλά η φωνή μου έσβηνε μέσα στο κεφάλι μου.
Με τράβηξε απότομα και κατέβηκα ένα ένα τα σκαλιά. Δεν έφτασα στο τέλος.
-Σου είπα πως δεν θα σε βοηθήσω.
-Ναι το είπες.