Ανάμνηση

“Όταν τα μάτια πλημμυρίζουν, ξεπλένουν τις αμαρτίες μας. Χτύπα την πόρτα μου αν τη μοναξιά ψάχνεις, αλλά απλά θα στην δείξω. Είναι δικιά μου. Την κέρδισα.”

Η ζέστη ήταν αφόρητη. Ο ανεμιστήρας της οροφής προσπαθούσε μάταια να διώξει τον ιδρώτα απ’ το κορμί μου. Δίπλα μου ένα άδειο ποτήρι και το ουίσκι ποτισμένο στο πάτωμα. Λίγο φως από τις χαραμάδες στο ξεχαρβαλωμένο πατζούρι και ένα ξεχασμένο βινύλιο να το γρατζουνάει η βελόνα του γραμμοφώνου. Νομίζω λίγα λεπτά έμειναν και θα έρθει.

Το κακό είναι πως αν πάω να θυμηθώ, βλέπω απλά ένα θολό πρόσωπο. Είναι η τελευταία ανάμνηση που σβήνει στα βρόμικα μάτια μου. Ακόμα δεν ξέρω γιατί σε άφησα να φύγεις τότε. Δεν σε άγγιξα σωστά στη ψυχή, μήτε στο μυαλό και τώρα μετανιώνω αν και δεν πρέπει.

Θυμάσαι που ξαπλώναμε μαζί στο γρασίδι κοιτώντας τον κόσμο, ο ένας στα μάτια του άλλου; Κλεισμένοι και οι δυο μέσα στη δική μας φυσαλίδα. Παραδίπλα ένα ζευγάρι άδειαζε την ηδονή του στο χώμα και ένας ξεχασμένος στίχος για αγάπη να αιωρείται στον αέρα. Κλείσαμε τα μάτια και ματώσαμε τα χείλη μας. Ο ένας ρούφηξε την ψυχή του άλλου. “Κράτα τη κλεισμένη στο κουτί σου”, μου είπες, “παρέα με τις αναμνήσεις μας. Στο τέλος μόνο αυτές θα μας μείνουν. Τα υπόλοιπα χάνονται στην άμμο.”

Λες να πέρασαν τα λεπτά?