Έχασες για τώρα

-Γιατί ήρθες πάλι;
-Σε πεθύμησα. Πέρναγα ωραία μαζί σου.
-Νόμιζα πως είχες φύγει για πάντα.
-Όσο υπάρχεις, θα είμαι και εγώ δίπλα σου.

Μου ήταν δύσκολο να ξεχάσω. Κάποια πράγματα δεν μπορούν να σβηστούν από τη μνήμη σου έτσι απλά. Μένουν εκεί για να στοιχειώνουν τη ζωή σου.

Είχα βγάλει το βλέμμα μου απ’ το παράθυρο. Μια χαραμάδα ουρανός ανάμεσα από δυο ντουβάρια δεν ήταν και η καλύτερη πηγή έμπνευσης, αλλά το είχα αποδεχθεί. Προσπαθούσα όλη τη μέρα να αποτυπώσω ότι έχω μέσα μου στο χαρτί αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να γεμίσω το πάτωμα τσαλακωμένα αποκόμματα σκέψεων.

Είχε νυχτώσει. Έστησα το αυτί μου να ακούσω ένα αστέρι να πέφτει αλλά μάταια. Οι ουρανοί ήταν κλειστοί για απόψε… Τα μάτια μου όμως ανοικτά. Άνοιξα το παντζούρι και σκαρφάλωσα να βγω στην εξωτερική σκάλα που οδηγούσε στην ταράτσα. Ήθελα νικοτίνη. Όταν βγήκα, ξάπλωσα στο φτηνό μωσαϊκό, έβγαλα ένα τσιγάρο από την τσέπη και το άναψα. Τώρα σιωπή…

Έκλεισα για λίγο τα μάτια. Προσπάθησα να κοιτάξω τον ουρανό αλλά προς έκπληξή μου δεν ήταν εκεί. Έφυγε και με άφησε. Πως ήταν δυνατό να συμβεί κάτι τέτοιο; Στο βάθος άκουγα τη γνωστή βαβούρα του δρόμου. Ανθρώπινες φωνές, κραυγές λαγνείας, φρίκη, θάνατος, γέλια και κλάματα, μια τελευταία πνοή… Όλα μαζί ενωμένα συνέθεταν τη μουσική που θα μου έκλεινε τα μάτια για απόψε. Ίσως και για πάντα. Ήθελα να πέσω μα δεν με άφηνε…

-Δεν θα στην κάνω αυτή τη χάρη. Πρέπει να μείνεις κι’ άλλο εδώ μαζί μας.
-Δε σου φτάνει αυτό μαλάκα; Γαμώτο σταμάτησε το δεν αντέχω. Θα εκραγούν οι φλέβες μου…

Καμία απάντηση και τα λόγια μου χάθηκαν στο κενό.